- περιπτυχή
- περιπτυχήthat which enfoldsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπτυχή — ἡ, Α [περιπτύσσω] 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. περίπτυξη, εναγκαλισμός 3. (στον πληθ. σε ποιητικές φράσεις προκειμένου να δηλωθούν πράγματα που περιβάλλουν κάτι) α) «τειχέων περιπτυχαί» τα τείχη που περιβάλλουν μια πόλη β) «ναύλοχοι περιπτυχαί»… … Dictionary of Greek
περιπτυχαῖς — περιπτυχή that which enfolds fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπτυχαῖσι — περιπτυχή that which enfolds fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπτυχαί — περιπτυχή that which enfolds fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπτυχάς — περιπτυχά̱ς , περιπτυχή that which enfolds fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)